- διαστημικός σταθμός
- Κλειστός κατοικήσιμος χώρος, ειδικός για μακροχρόνια παραμονή στο διάστημα. Οι δ.σ. χρησιμοποιούνται για την παρατήρηση της Γης και του διαστήματος, καθώς και για τη διεξαγωγή επιστημονικών πειραμάτων και μηχανικών διεργασιών σε συνθήκες κενού και έλλειψης βαρύτητας.
Ο πρώτος δ.σ., Σαλιούτ (Salyut), κατασκευάστηκε στη Σοβιετική Ένωση και τέθηκε σε τροχιά τον Απρίλιο του 1971. Ο πρώτος αμερικανικός διαστημικός σταθμός ονομαζόταν Σκάιλαμπ (Skylab).
Έπειτα από την κατασκευή επτά δ.σ. με την ονομασία Σαλιούτ, η Σοβιετική Ένωση δημιούργησε τον προηγμένο δ.σ. Μιρ (Mir) τον Φεβρουάριο του 1986, με αρχικό στόχο να παραμείνει στο διάστημα για πέντε χρόνια. Τελικά ο Μιρ παρέμεινε σε τροχιά επί 15 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων τον επισκέφθηκαν αστροναύτες διαφόρων εθνικοτήτων. Καταστράφηκε τον Μάρτιο του 2001, καθώς κρίθηκε παρωχημένης τεχνολογίας και η ρωσική κυβέρνηση δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στα έξοδα συντήρησης και λειτουργίας του.
Ένας νέος δ.σ., ο Διεθνής Διαστημικός Σταθμός (International Space Station, ISS), ξεκίνησε να κατασκευάζεται από το 1998 με τη συνεργασία των ΗΠΑ, της Ρωσίας, της Ευρωπαϊκής Διαστημικής Υπηρεσίας, του Καναδά και της Ιαπωνίας. Το πρώτο πλήρωμα έφτασε στον σταθμό το 2000, ενώ ακολούθησαν και άλλες επανδρωμένες αποστολές. Οι εργασίες κατασκευής του αναμένεται να ολοκληρωθούν το 2006. Βλ. λ. αστροναυτική.
Τμήμα του Διεθνούς Διαστημικού Σταθμού (ISS) τηλεκατευθύνεται προς τον προορισμό του, τον Φεβρουάριο του 2003 (φωτ. ΑΠΕ).
O πρώτος αυτόχθων Αμερικανός σε διαστημική αποστολή της ΝΑΣΑ, Τζον Χέρινγκτον, στη διάρκεια εργασιών στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό (ISS), τον Νοέμβριο του 2002 (φωτ. ΑΠΕ).
Μέλος της αμερικανικής αποστολής εν ώρα εργασίας στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, τον Ιανουάριο του 2003 (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.